(1α) ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Γράφουν οι εγκυκλοπαίδειες: «Η Οικογένεια Κελαϊδή είναι παλαιά, πολυπληθής και έχει τόπο καταγωγής το χωριό Μουρί της επαρχίας Σφακίων Κρήτης. Πολλά μέλη της διέπρεψαν στους εθνικούς αγώνες και στην κοινωνία».

Αλλά πόσο «παλαιά» είναι; Πόσο «πολυπληθής»; Ποια από τα μέλη της διέπρεψαν ιδιαίτερα; Και έχει μεν «τόπο καταγωγής το Μουρί Σφακίων», αλλά που διεσκορπίστηκαν τα μέλη της σήμερα, τώρα που το χωριό εκείνο δεν έχει πλέον κατοίκους;

Στα ερωτήματα αυτά, ήσαν καταλληλότεροι να απαντήσουν άλλοι – προγενέστεροι μας. Αυτοί θα ήταν κοντίτερα σε παλαιότερα πρόσωπα και γεγονότα. Θα ήσαν επίσης καταλληλότεροι άλλοι, οι γνώστες της ενετικής και της τουρκικής γλώσσας, οι οποίοι τυχόν θα έκαναν ειδικές έρευνες σε αρχεία για συγκέντρωση πληροφοριών.

Το πρώτο (με τους προγενέστερους), δεν έγινε. Το δεύτερο (με τους μελετητές αρχείων), ίσως γίνει αργότερα. Για το μεταξύ όμως διάστημα αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί, μια πρώτη αρχή. Σκοπός είναι να διατηρηθούν μερικά στοιχεία από ιστορικά κείμενα, από πληροφορίες ηλικιωμένων συγγενών που συγκεντρώθηκαν τα τελευταία 50 χρόνια και από μνήμες νεανικές των σύγχρονων (1)………….

Στο σχεδιασμό του «δένδρου» και στο γράψιμο των επεξηγηματικών κειμένων ο συγγραφέας ωθήθηκε κυρίως από την διαπίστωση ότι : Άσχετα με τον βαθμό συγγενείας, τα μέλη της οικογενείας Κελαϊδή αισθάνονται ασυνήθιστα δεμένα μεταξύ τους. Προσαγορεύονται «ξαδέλφια» ή (ανάλογα με την ηλικία) «θείοι» και «ανήψια». Ολοι ανεξαιρέτως έχουν «περί πολλού» την κοινή καταγωγή από το Μουρί Σφακίων. Κι όταν συναντιώνται μιλούν με αγάπη και ζεστασιά για τους προγόνους και το γενάρχη. Αυτός ακριβώς ο ζεστός δεσμός έκαμε τον Σύλλογο να θεωρήσει σαν καθήκον τον σχηματισμό του «δένδρου». Κάτι σαν προσφορά στους συγγενείς μας.

*

Για τους τρίτους, τους ξένους, απόδειξη του ασυνήθιστου αυτού δεσμού, αποτελούν δύο γεγονότα :

Το πρώτο. Η πολυπληθής συγκέντρωση κι ύστερα από κοινό εκκλησιασμό, το πανηγύρι που πραγματοποιούν οι Κελαϊδήδες κάθε χρόνο, γύρω από την εορτή του Τιμίου Σταυρού, στο χωριό της κοινής καταγωγής μας ή αλλού. Κυρίως όμως, στο εκεί εκκλησάκι «μας». Στον δύσβατο τόπο, όπου έκτισε μικρό ναό ένας πρόγονός μας – ο γενάρχης της οικογένειας. Και γράφουν τότε επαινετικά λόγια οι κρητικές εφημερίδες για τη συνάθροιση. Εκτιμούν τον εορτασμό μας. Και εύχονται να μας μιμηθούν άλλες οικογένειες της Κρήτης – πράγμα που έγινε από μερικές κι εμείς αισθανόμαστε ικανοποίηση.

Το δεύτερο. Ο «Εκπολιτιστικός Σύλλογος μελών της οικογένειας Κελαϊδή», ιδρύθηκε με όλους τους τύπους με απόφαση δικαστηρίου, το 1996. Και γι’αυτή μας τη πρωτοβουλία, γράφτηκαν και λέχτηκαν πολλά επαινετικά σχόλια. Ήταν μια ιδέα του καλού συγγενή μας Αριστομένη, του ναυάρχου, ο οποίος πλαισιώθηκε από άλλους δραστήριους Κελαϊδήδες. Τώρα, ο Σύλλογος αριθμεί περισσότερα από 400 μέλη κι έχει αναπτύξει αξιόλογη δραστηριότητα, όπως σημειώνεται σε ένα από τα επόμενα κεφάλαια. Εδώ, να αναφέρωμε επιγραμματικά τις πρωτοβουλίες για α) την ανέγερση δύο προτομών του επιφανή προγόνου μας Αρχιμανδρίτη Παρθενίου (πρωτουργού της μεγάλης κρητικής επαναστάσεως 1866-69), β) την καταβολή της δαπάνης για την ανατύπωση παλαιού βιβλίου για τον Παρθένιο, γ) την έκδοση του  βιβλίου της οικογένειας, δ) την έκδοση βιβλίου για τον στρατηγό του 1821 χατχή- Γιώργη Κελαϊδή, τον επονομαζόμενο Μουριώτη, από το όνομα του χωριού μας, ε) την φροντίδα για διάφορες εκδηλώσεις του Συλλόγου, στ) την αθόρυβη συμπαράσταση σε μέλη μας που έχουν κάποιο πρόβλημα και ζ) την φροντίδα για τη δημιουργία ιστοσελίδας στο διαδίκτυο.

Τα παραπάνω θαυμάζουν (και δικαίως) οι τρίτοι, οι ξένοι. Για μας όμως τους ίδιους, η πολυσυζητημένη ετήσια συνάθροιση και η ίδρυση του Συλλόγου με τις συχνές και πετυχημένες εκδηλώσεις που πραγματοποιεί, δεν είναι παρά μόνον αποδείξεις της συνοχής μας. Διότι την μεταξύ μας αγάπη και σύνδεση τη νοιώθομε καθημερινά με την επικοινωνία και την έγνοια του ενός για τον άλλο.

Χαρά όλων μας είναι η προκοπή του ενός. Τιμή του συνόλου, η κοινωνική και επαγγελματική άνοδος του κάθε συγγενή. Γλέντι μας, οι ευτυχισμένες ώρες του κάθε Κελαϊδή. Καημός γενικός, η θλίψη του ενός. Διότι όλοι, άσχετα (σημειώνεται ξανά για έμφαση) με τον πραγματικό βαθμό συγγενείας, νοιώθομε πολύ «κοντά» μεταξύ μας.

  • Μ’αυτά λοιπόν τα αισθήματα και τα συναισθήματα ο Σύλλογός μας ξεκίνησε το γράψιμο της σελίδας. Και επιπλέον, με την επιθυμία να τελεσθεί ένα είδος «μνημοσύνου» στους παλαιούς μας.

(1β) ΟΙ ΡΙΖΕΣ

1. Ο Γενάρχης

(έτος 1400)

Αρχίζομε φυσικά, από τον γενάρχη. Τον πρώτο Κελαϊδή (στο σχεδιάγραμμα του “δένδρου” έχει το κωδικό Α). Η ιστορία του χάνεται στα βάθη των αιώνων. Έμειναν όμως ζωντανά μέχρι τις μέρες μας ο παμπάλαιος θρύλος του και οι στίχοι μιάς (πολύ νεώτερης του βέβαια) ρίμας.1

Από τα αναφερόμενα στους στίχους, εντοπίζομε τη χρονική περίοδο όπου έζησε : Χρησιμοποιούσε τόξο, επειδή δεν είχαν διαδοθεί ακόμη τα πυροβόλα όπλα. Και αφού η πυρίτιδα ανακαλύφθηκε ως υλικό στα 1330 μετά Χριστόν, εύκολα συμπεραίνομε ότι ο Άρχοντας της ρίμας ζούσε γύρω στα 1400.

Οι στίχοι του τραγουδιού και η ερμηνεία του, έχουν δημοσιευθεί κατ’ επανάληψη.(2) Θα καταχωριθεί όμως και εδώ, διότι θεωρείται ως κάτι το βασικό κι απαραίτητο, κυρίως γιά τους νεώτερούς μας.

Το διέσωσε ο συνεπαρχιώτης μας Μανούσος Παπαδάκης, που πέθανε στην Αθήνα το 1943, σε ηλικία 87 χρόνων. Τραγουδιέται – είχε πει – στη μελωδία του Ερωτόκριτου. Ας δούμε τώρα τους στίχους.

1.         Πάσι κι ας χίλιοι χρόνοι μπλιό. Ενας καραβοκύρης

έζηε στα μέρη τω Σφακιώ, μεγάλος νοικοκύρης.

Οι Σφακιανοί οι προεστοί τον είχασι μπροστά τους

κι ήτονε Άρχοντας σωστός, μέσα κι ανάμεσά τους.

5.         Στη Χώρα  είχε γονικό, καράβια στη γιαλιά

κι έκανε  τη μ-πειρατική, απ’ ούλους πλιά καλιά.

Λέσιν τον βεργολυγερό, πανέμορφα ντυμένο

με τα ελέη πλούσια, πολύ γραμματισμένο.

Ούλες τσοί μέρες πούστεκε στου καραβιου τη μ – πρώρα,

10.       δεν έπαυγε το στόμα ν – του να τραγουδεί μιαν ώρα.

Μα ετραγούδιεν όμορφα, πανώργια, μαγεμένα,

κι ΄όσοι τον είχασ’ ακουστά, τα είχασι χαμένα.

“Δεν τραγουδεί – ελέγασι – μα κελαϊδεί θαρρείς”

κι απόμεινέ – ν – του τόνομα “Αρχοντας Κελαϊδής”.

15        Μια μέρα που δεν είχασι να πάσι για ταξίδι

το τόξ’ αρπάζει το βαρύ και γκάβγει στο κυνήγι.

Τσοί ράχες – ράχες πορπατεί και τσοι κορφές διαβαίνει,

τσ’ ισιάδες γρήγορα περνά, φαράγγια κατεβαίνει.

Νωρίς τ’ απομεσήμερο βρέθηκε σ’ ένα ν – τόπο

20.       απού δεν ξαναπάτησε ο πόδας των ανθρώπω.

Ούλα τριγύρω άγκριγια κι η γ – ερημιά μεγάλη.

Η κάψα εκουζούλαινε, την κεφαλή καζάνι.

Το στόμα ν – του ‘χε ξεραθή, η γλώσσα ν – του στεγνώσει,

νερό στα γύρω πουθενά για να τονε γλιτώσει.

25.       Αποσταμένος έκατσε κάτω από ‘να πρίνο

κι έλεγε από μόνος του : “εδά, είντα θα γίνω;”

Πως εν’ η μέρα του Σταυρού, ήρθε στη θύμησή ντου.

Στη χάρη που εώρταζε, κάντει τη μ – προσευκήν του:

“Τίμιε Σταυρέ, βοήθα μου! Δος μου λίγο νεράκι

30.       και γω στον τόπο τούτονέ, σου χτίζω ‘κλησιδάκι”.

Δεν είχε πη τη μ – προσευκή κι ομπρός του εν’ αγρίμι

εξεπετάχτηκε γιοργά – το λόγο ντου να κρίνει.

Ξεχνά τη δίψα ο κυνηγός, το τόξο ντου ξεντώνει.

Βρίστ’ η σαϊτα τ’ αγριμιού, ντελόγκο το σκοτώνει.

35.       Σιμώνει ν – του ο Κελαϊδής, θωρεί – το σκοτωμένο

κι είντα να δει; Τίμιε Σταυρέ! Το μούσι ν – του βρεμένο…

Σημάδι πως εκειά σιμά, πηγή ‘τονε κρυμμένη

και το ωζό απού ’ξερε, την είχε πριν βρωμένη.

Ψάχνει ζερβά, ψάνει δεξιά ψάχνει πάνω και κάτω,

40.       βρίστει τη φλέγα του νερού κρυμμένη σ’ ένα βάτο.

Πίνει καλά, δροσίζεται και κάνει το σταυρό ν – του.

Θάμα ‘χει κάμει ο Σταυρός ο Τίμιος ομπρός του!

Κι όπως ο Τίμιος Σταυρός του έκαμε το θάμα,

ετσά γιοργά κι ο κυνηγός κάνει κι αυτός το τάμα.

45.       Έχτισ’ εκειά την εκκλησιά, ζωγράφισε τσοι τοίχους

κι ηρέμησεν ο τόπος ‘πά, με τση καμπάνας τσ’ήχους.

Στσή πόρτας το ανώφυλλιο καράβι ζωγραφίστη

να δείχνει ποια ’ταν η δουλειά, εκείνουνά του χτίστη.

Δίπλ’απού το καράβι ν – του και κυνηγό κι αγρίμι

50.       και τόξο ζωγραφίσασι – στο νου μας ν’ απομείνη.

Σαν έχτισε την εκκλησιά, ο Κελαϊδής εσκέφτη,

έχτισε σπίθια ολόγυρα και ίδια ‘κειά εστέφτη.

Παράτησε τα κύματα και έγινε βουνίσιος,

έφερ’επά σόι, δικούς, μα και φαμέγιους πλήθος.

55.       Ογρήγορα εγίνηκε “Μουρί το Σφακιανό”

χωργιό που εορτάζουσι τον Τίμιο Σταυρό.

Επεξηγήσεις

Για τους στίχους 1 έως 10.

Πάσι κι ας χίλιοι χρόνοι μπλιό : έχουν περάσει πια χίλια χρόνια. Φυσικά, πρόκειται για σχήμα λόγου. Χώρα: Χώρα Σφακίων, η σημερινή πρωτεύουσα της επαρχίας. Η παράδοση προσδιορίζει το πατρικό του στη συνοικία Γιωργίτσι. Πειρατική (εννοείται, τέχνη): την εποχή εκείνη, η πειρατεία δεν λογαριαζόταν έργο ατιμωτικό, διότι το κούρσεμα περιοριζόταν μόνο εναντίον των εχθρικών πλοίων κι έτσι υπερίσχυε το στοιχείο του σαμποτάζ. Αντίθετα, θεωρείτο κάτι το ανδρείο, το δυνατό, το “εξόχως ηρωϊκό”. Λέσιν τον : τον λένε, διηγούνται γι’αυτόν.

Για τους στίχους από 11 έως 20.

Γκάβγω : φεύγω.

Από 21 έως 30.

Άγκριγια: άγρια. Κουζουλαίνω: τρελαίνω. Αποσταμένος έκατσε: αποκαμωμένος από την κούραση και τη δίψα, κάθησε. Πρίνος: άγριο, αυτοφυές δένδρο. Εδά: τώρα. αντί: “είναι”: “έναι”.

Από 31 έως 40.

Αγρίμι: ο γνωστός αίγαγρος της Σφακιανής Μαδάρας, Γιοργά: γρήγορα. Το λόγο του να κρίνει: με το αγρίμι που φανέρωσε ο Τίμιος Σταυρός, έμελλε να κριθεί η σταθερότητα της υποσχέσεως που έδωσε ο κυνηγός. Ξεντώνω: τεντώνω. Βρίστ’η σαίτα: πετυχαίνει το στόχο του το βέλος. Ντελόγκο: αμέσως. Σιμώνω: πλησιάζω. Θωρώ: βλέπω. Ωζό: ζώο.

Από το 41 έως το τέλος.

Φλέγα: φλέβα. Πα, επά, επαέ: εδώ. Ανώφυλλιο: μακρόστενη πέτρα ή και ξύλο, που τοποθετείται στο πάνω μέρος της πόρτας ή του παραθύρου. Πάνω σ’αυτό θα οικοδομηθεί ο υπόλοιπος σε ύψος τοίχος.

Για τις ιδιόρρυθμες τοιχογραφίες, βλέπε τις επόμενες παραγράφους.

Εστέφθη: στεφανώθηκε, τέλεσε γάμο. Φαμέγιος: υποτακτικός, βοηθός στις οικιακές, αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Μουρί το Σφακιανό: εκτός απ’ αυτό, στο νομό Χανίων, υπάρχουν χωριά με το ίδιο όνομα στις επαρχίες Αποκορώνου και Κισάμου. “Μουρί” σημαίνει θέση υψηλή, περίβλεπτη.

* *

Έλα τώρα, αγαπητέ φίλε και φίλη (αν δεν έχεις πάει), να σε ξεναγήσωμε στην ταπεινή εκκλησία του κυνηγού – όπου τα πάντα έρχονται να επιβεβαιώσουν, ένα – ένα, τα σημεία του θρύλου.

Βρισκόμαστε στο βάθος μιας απόκρημνης χαράδρας. Τριγύρω υψώνονται απότομα τα βουνά, κατάφυτα με λογίς – λογίς άγρια δένδρα. Όπως είναι ευνόητο, με τη μορφολογία αυτή του εδάφους, λίγες ώρες φτάνουν εδώ κάθε μέρα οι ακτίνες του ήλιου. Δίπλα, στην κοίτη του χειμάρρου, που παραμένει κατάξερη τους καλοκαιρινούς μήνες, συναντάς – ανέλπιστα – τη “σπηλιά του κυνηγού”: Ένα άνοιγμα στο βράχο με πλάτος τέσσερα περίπου μέτρα κι ύψος ενάμισυ, που προχωρεί προς τα μέσα 5-6 μέτρα. Το δάπεδο της σπηλιάς είναι κοίλο κι έτσι το νερό που τρέχει εκεί, δημιουργεί την εικόνα μιας μεγάλης γούρνας.

Το νερό αναβλύζει σε τέτοιο ρυθμό ενώ εσωτερικά η κατασκευή είναι έτσι, ώστε η “γούρνα” να μην ξεχειλίζει ποτέ. Προφανώς, ότι περισσεύει, διαρρέει εσωτερικά προς τα έγκατα.

Αν, λοιπόν, φανταστείς την είσοδο της σπηλιάς σκεπασμένη από βάτα – όπως τη συνάντησε ο κυνηγός του θρύλου – δεν υποψιάζεσαι την ύπαρξη πηγής. Σήμερα, βέβαια, ο χώρος έχει καθαρισθεί και οι βοσκοί τοποθέτησαν μπροστά της ποτιστήρια για τα ζώα τους.

Λίγα μέτρα παραπέρα, μέσα σχεδόν στην κοίτη του χειμάρρου, είναι κτισμένη η εκκλησιά. Απορείς πως δεν την ξεθεμελιώνουν τα νερά του χειμώνα, που έρχονται ορμητικά. Κι αναγκαστικά δέχεσαι την εξήγηση των ντόπιων: η χάρη του Τίμιου Σταυρού διασώζει το κτίσμα. Ερμηνεία επιστημονική δεν υπάρχει.(3)

Οι διαστάσεις του ναού 4 x 7. Και με τις επιχωματώσεις των αιώνων, πρέπει να κατέβεις σήμερα 3 σκαλιά για να μπεις.

Το εσωτερικό καλύπτεται με αγιογραφίες μιας κάποιας καλλιτεχνικής αξίας. Αλλά το ιδιόρρυθμο στοιχείο που κάνει εντύπωση, είναι άλλο: στις απεικονίσεις των τοίχων και της οροφής συμπλέκονται αρμονικά οι Άγιοι που θέλησε ο ζωγράφος, μαζί με παραστάσεις αντικειμένων και ζώων, που ’ναι όλα σχετικά με το θρύλο του κυνηγού!

Έτσι, ανάμεσα στις προσωπογραφίες τεσσάρων Αγίων της οροφή, στέκει καμαρωτό το αγρίμι του τραγουδιού – αυτό που σκοτώθηκε και το βρεγμένο μούσι του οδήγησε στην ανακάλυψη της πηγής του νερού. Σε τοίχο, δίπλα στον Αρχάγγελο, να το πλοίο του καραβοκύρη κυνηγού. Παραπέρα, πάντα ανάμεσα σε θρησκευτικά θέματα, το τόξο του. Και παραδίπλα, ένας σκύλος – απαραίτητος σύντροφος του κυνηγού. Εκεί κοντά, είναι τοιχογραφημένα ψάρια κι η επιγραφή “θάλασσα” (εκεί, στα βουνά…) για να μας θυμίζει την επαγγελματική απασχόληση του κτίτορα.

“Μιλούν” ακόμη οι τοιχογραφίες με τη μοναδικότητά τους, για την επωνυμία της οικογένειας Κελαϊδή, που είναι “παρατσούκλι” του παλιού εκείνου γενάρχη της, του καραβοκύρη τραγουδιστή.

* *

Χρονολογία του περιστατικού – όπως σημειώνεται παραπάνω – προσδιορίζεται γύρω στα 1400. Σωστά, λοιπόν, η μικρή μαρμάρινη επιγραφή που αναρτήθηκε τελευταία, πληροφορεί τον περαστικό ότι “Η εκκλησία χτίσθηκε τον ΙΔ’ αιώνα”.

Στους μετέπειτα αιώνες, η εκκλησία αυτή θεωρήθηκε απ’ τους Σφακιανούς θαυματουργή. Κι είναι μια από τις τέσσερις της επαρχίας, όπου γινόταν το “ξεκαθάρισμα” των ζωοκλεπτών (4).

Άρχοντας: Και μόνον αυτή η λέξη του τραγουδιού, είναι αρκετή γιά να βγάλει κανείς το συμπέρασμα ότι ο πλούσιος καραβοκύρης, ήταν απόγονος του Άρχοντα του Βυζαντίου Μαρίνου Σκορδίλη. Διότι, μόνον οι απόγονοι εκείνου, είχαν το δικαίωμα να αποκαλούνται έτσι. Όπως είναι γνωστό, στα 1182 ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου έστειλε στην Κρήτη γιά μόνιμη εγκατάσταση 12 Αρχοντόπουλα μαζί με τον ίδιο του το γιό, γιά να ενισχυθεί το φρόνημα του Λαού, ύστερα από τη λαίλαπα των Σαρακηνών. Τα Σφακιά ορίστηκε να διοικεί ο Μαρίνος Σκορδίλης. Κι από τότε ( παράτο γεγονός ότι έχουν περάσει περισσότερα από 800 χρόνια) πάμπολλες Σφακιανές οικογένειες έχουν την παράδοση ότι κατάγονται από το Αρχοντόπουλο εκείνο. Αποτελεί βέβαια τούτο, μιά ακόμη απόδειξη του υπέρμετρου Σφακιανού εγωϊσμού (5).

Γιά λεπτομέρειες σχετικά με “Τα 12 Αρχοντόπουλα του Βυζαντίου, στην Κρήτη του 1182”, βλέπε το βιβλίο με τον ομώνυμο τίτλο.

Ας κάμωμε όμως μιά αναγκαία διευκρίνηση : Εμείς, τα μέλη της οικογένειας Κελαϊδή, αποδεχόμαστε μεν τον τίτλο του Άρχοντα που είχε ο Γενάρχης μας, τον οποίο και συνδέομε με τον Άρχοντα Σκορδίλη. Δεν έχομε όμως προσκολληθεί με φανατισμό στην εκδοχή αυτή, ούτε υπογραμμίζομε τον σύνδεσμό μας με το Βυζάντιο – όπως κάνουν άλλοι. Διότι, αν τυχόν θέλαμε να καυχηθούμε, έχομε νεώτερα διαπρεπή μέλη της οκογένειάς μας, που μας είναι αρκετά (βλέπε αμέσως παρακάτω).

4. Ξεκαθάρισμα. Την εποχή που η ζωοκλοπή βρισκόταν σε έξαρση στα Σφακιά (τώρα, άλλες επαρχίες ασχολούνται μ’αυτήν) επικρατούσε το εξής έθιμο : Όταν ο παθών είχε ακόμη απλές υπόνοιες για τον δράστη, χωρίς όμως να υπάρχουν απτές αποδείξεις, πριν προχωρήσει σε ανταπόδοση ή σε τιμωρία με αυτοδικία (καταγγελία στην αστυνομία, αποκλειόταν) είχε τρόπο να επιβεβαιώσει ή να διαγράψει τις υποψίες τους.

Τέσσερις από τις εκκλησίες της επαρχίας μας, είχαν την καθολική εκτίμηση και παραδοχή πως ήταν θαυματουργές. Εκεί αξίωνε ο παθών να πάνε με τον ύποπτο, συνοδευόμενοι από μερικούς συγχωριανούς. Και τον προκαλούσε να βάλει το χέρι του στο θαυματουργό εικόνισμα και να ορκιστεί για την αθωότητά του. Τα λόγια του συγκεκριμένου όρκου ήταν ορισμένα (βλέπε : εγκυκλοπαίδεια των Σφακίων, σελ. 244). Η διαδικασία αυτή, ονομαζόταν “ξεκαθάρισμα”. Ήταν δε τόσο απόλυτη και καθολική η πεποίθηση ότι ο τυχόν ψεύδορκος θα συγκέντρωνε επάνω του τη θεία οργή, ώστε ποτέ δεν βρέθηκε κανείς να ορκισθεί ψέματα.

Μιά από τις παραπάνω θαυματουργές εκκλησίες των Σφακίων, ήταν και του Τιμίου Σταυρού, στο Μουρί.

5. Εγωϊσμός Σφακιανών. Ανάμεσα στα πολλά προτερήματά τους, υπάρχει και ένα μειονέκτημα : ο υπέρμετρος εγωϊσμός τους. Οι παλιοί κάτοικοι της επαρχίας, αλλά κι εκείνοι της διασποράς, τον απέδιδαν στους αλλεπάλληλους επαίνους που έγραψαν γι’αυτούς οι αλλοδαποί περιηγητές περασμένων αιώνων, αλλά και επιφανείς αξιωματούχοι των κατακτητών της Κρήτης.

2. Casa nobile Cretensis

(Οίκος Κρητών Ευγενών)

Η ενετοκρατία στην Κρήτη διήρκεσε περισσότερο από τεσσερεισήμισυ αιώνες – από το 1204 μέχρι το 1669. Απ’ όλες αυτές τις εκατονταετίες, εμείς θα σταθούμε εδώ, μόνο σε ένα γεγονός : Ότι οι Κρητικοί πραγματοποίησαν 27 επαναστάσεις (!) γιά να αποτινάξουν τον ξένο κατακτητή. Γι’ αυτό, ο ιστορικός του Έθνους Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος σημειώνει1 με θαυμασμό:

Η Δικαιοσύνη απαιτεί να ομολογήσωμεν ότι κατά τους χρόνους εκείνους (της ενετοκρατίας), υπέρ πάντας τους άλλους Έλληνας, οι Κρήτες ηγωνίσθησαν πεισματοδέστερον και γενναιότερον κατά της ξένης κυριαρχίας.

Καμιά από τις 27 εκείνες επαναστάσεις, δεν έφερε βέβαια το επιθυμητό αποτέλεσμα. Διότι οι θαλασσοκράτορες Ενετοί είχαν την ευχέρεια να μεταφέρουν στο νησί μας με τα πάμπολλα και πανίσχυρα πλοία τους, όσα στρατεύματα απαιτούνταν γιά να πνίξουν στο αίμα την κάθε εξέγερση.

Παρ’ όλα αυτά όμως, στο τέλος κάθε ένοπλου αγώνα, οι Κρητικοί είχαν κάποια οφέλη, κάποιες παραχωρήσεις από τους ευφυείς και διπλωμάτες στα ζητήματα αυτά Βενετσιάνους. Γιά τους πολλούς ντόπιους, το λαό, το κέρδος μπορούσε να ήταν η διανομή άφθονου σιταριού, ή η μείωση των ημερών αγγαρείας. Γιά τους Κρητικούς Άρχοντες, υπήρχαν δύο ειδών οφέλη : Είτε υλικά, όπως η απόκτηση ενός δημοσίου κτήματος. Είτε ηθικά, όπως η απονομή τίτλου Ευγενείας.

* *

Ένα αιώνα λοιπόν μετά τον Γενάρχη μας, γύρω στα 1500, η οικογένεια βρισκόταν σε μεγάλη ακμή. Πρώτα-πρώτα, αριθμητικά. Κι ύστερα το Μουρί είχε γίνει ένα κεφαλοχώρι, οι κάτοικοι του οποίου πέραν της κτηνοτροφίας, ασχολούνταν με επιτυχία στο εμπόριο με τα καράβια τους. Η θάλασσα, τους έδιδε πλούτο. Τότε όλοι οι Μουριώτες δημιούργησαν δεύτερη (χειμερινή) κατοικία, στη Χώρα.

Οι διπλωμάτες Βενετσιάνοι, αποφάσισαν να προσετεριστούν αυτή την ξεχωριστή και ισχυρή οικογένεια των Σφακίων. Αναγνώρισαν τους Κελαϊδήδες ως Άρχοντες και τους απένειμαν τον τίτλο Nobilitas Cretensis, δηλαδή Ευγενείς Κρήτες.

Όπως είναι γνωστό, ο Ενετός αξιωματούχος Αntonio Trivan που έζησε λίγο αργότερα, συνέταξε πίνακα των 67 συνολικά οικογενειών Βενετσιάνικων και Κρητικών, οι οποίες είχαν αναγνωριστεί στο Βασίλειο της Κρήτης ως Ευγενείς2 . Ανάμεσα σ’αυτές υπήρχαν μόλις ένδεκα Κρητικές, με την επεξήγηση Casa Nova, δηλαδή “Νέος Οίκος Ευγενών”.

Μία από αυτές τις ένδεκα συνολικά Κρητικές Οικογένειες οι οποίες είχαν επίσημα τίτλο Ευγενείας, ήταν και η δική μας.

  • Στο σχεδιάγραμμα του “δένδρου”, οι επιφανείς πρόγονοί μας του έτους 1500, σημειώνονται με το κωδικό Β.


3. Ανώτατος Δικαστής Κρήτης, 1563

Λίγες δεκαετίες αργότερα από την απόκτηση του τίτλου Ευγενείας, ο ίδιος Βενετσιάνος αξιωματούχος που συναντήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Antonio Trivan αναφέρει σε άλλο επίσημο έγγραφό του, πως ο Δημήτριος Κελαϊδής ήταν Ανώτατος Δικαστικός Άρχοντας της Κρήτης, το 1563. Προσθέτει μάλιστα μιά περίεργη λεπτομέρεια: Έπαιρνε μισθό 251,3 πέρπυρα (νομίσματα), ενώ ο μισθός του Βενετσιάνου Διοικητή Κρήτης ήταν λίγο μικρότερος, δηλαδή 250,6 πέρπυρα.1

Δεν μας εξηγεί όμως, που ωφειλόταν αυτή η παράξενη ρύθμιση. Περιορίζεται, στην αναφορά του γεγονότος.

* *

Αν κανείς θέλει τώρα να δώσει μιά στοιχειώδη ερμηνεία σ’ αυτό το εντελώς ασυνήθιστο, να ξεκινήσει κάποιος από το ορεινό Μουρί Σφακίων και να φθάσει στην επίζηλη θέση του Ανώτατου Δικαστή Κρήτης, θα πρέπει να δεχθεί την εξής λογική σειρά των πραγμάτων:

Δεν κατέβηκε βέβαια από το Μουρί σε μιά από τις μεγάλες πόλεις του νησιού μας, ο συγκεκριμένος εκείνος Δημήτριος Κελαϊδής, αλλά ο πατέρας του ή ο παππούς του. Κάποιος από αυτούς τους δύο, αφού πλούτησε με το μοναδικό γιά την εποχή του πρόσφορο επάγγελμα – του καραβοκύρη – εγκαταστάθηκε αρχικά στα Χανιά και τελικά στο Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο), που ήταν τότε πρωτεύουσα του νησιού.

Ο ιστορικός Κριάρης, μετά την πληροφορία γιά τον μεγάλο  μισθό, συμπληρώνει ότι ο Ανώτατος Δικαστικός Άρχοντας “ήτο υιός πλοιάρχου, διακεκριμένος επι παιδεία και μορφώσει”.

Στο σημείο αυτό και γιά να εννοήσωμε τη συνέχεια, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι οι Βενετσιάνοι υπήρξαν μεν πολύ σκληροί κατακτητές, είχαν όμως και μερικά καλά. Ένα από τα τελευταία ήταν το εξής: Όταν ανάμεσα στα παιδιά των ντόπιων διέκριναν κάποιο με ιδιαίτερη ευφυΐα, το έστελναν να σπουδάσει στην Ενετία με δικά τους έξοδα, δηλαδή με υποτροφία. Μόνη υποχρέωση που είχε ο τυχερός νέος, ήταν να επιστρέψει ως επιστήμονας και να εγκατασταθεί μόνιμα στην Κρήτη. Τότε, πέραν από την εξάσκηση του επιστημονικού επαγγέλματός του (γιατρός, φαρμακοποιός, νομομαθής, μηχανικός κτλ.) ώφειλε να διδάσκει και να μεταδίδει τις γνώσεις του σε νεώτερα παιδιά, ώστε να αναβαθμίζεται το βιοτικό επίπεδο, αλλά και εκείνο της νοημοσύνης του Κρητικού Λαού.2

Ο συγκεκριμένος λοιπόν Δημήτριος, ο οποίος ανήλθε στην Ανώτατη βαθμίδα Δικαιοσύνης γιά την Κρήτη, δεν μπορεί παρά να υπήρξε ένας από τους ευφυείς και τυχερούς νέους, που σπούδασαν στην Ενετία.

Ο διαπρεπής αυτός πρόγονός μας, αναφέρεται στο οικογενειακό “δένδρο” του 1ου πίνακα, με τον κωδικό Γ.

4. Μαχητής του “Κρητικού πολέμου”

(1665)

Όλοι ξέρομε και εδώ απλώς υπενθυμίζεται, ότι με την ονομασία ”Κρητικός πόλεμος” χαρακτηρίζεται διεθνώς η διάρκειας 25 ετών φονικότατη σύρραξη μεταξύ Ενετών και Τούρκων γιά την κυριαρχία της Κρήτης. Διήρκεσε από το 1645 μέχρι το 1669 και οι ιστορικοί τον παρομοιάζουν με τον Τρωϊκό πόλεμο γιά τα αμέτρητα θύματα, τις τρομακτικές καταστροφές, τα ασυνήθιστα πολεμικά τεχνάσματα, τη λυσσαλέα αναμέτρηση, τους ηρωϊσμούς, αλλά και το πείσμα των δύο πλευρών.

Οι Βενετσιάνοι κατείχαν το νησί μας από το 1204, ενώ οι νέοι εισβολείς επιζητούσαν τότε και τελικά κατώρθωσαν να το αποκτήσουν, το 1669.

Οι Κρητικοί, οι οποίοι είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο ότι επαναστάτησαν 27 φορές γιά να διώξουν τους Ενετούς, πολέμησαν τώρα στο πλευρό τους, γιά να αποκρουστεί ο καινούργιος αντίχριστος και άξεστος επιδρομέας.

Από την εικοσιπενταετία εκείνη, τα τρία μόνον αρχικά χρόνια αφιερώθηκαν στην κυρίευση των διαμερισμάτων Χανίων, Ρεθύμνης, Λασιθίου και όλου σχεδόν του νομού Ηρακλείου, πλην της πρωτεύουσας. Εκείνη η πόλη, που λεγόταν τότε Χάνδακας ή Μεγάλο Κάστρο, άντεξε στην πολιορκία 22 ετών, σε μιά τιτανομαχία μοναδική.

* *

Στους τεσσερεισήμισυ λοιπόν αιώνες της ενετοκρατίας, οι Σφακιανοί ζούσαν σχεδόν ελεύθεροι. Διότι και η ορεινή γη τους ήταν δυσπρόσιτη, αλλά και οι ίδιοι είχαν πείσει κυριολεκτικά με το σπαθί τους τους Ενετούς, πως δεν ανέχονταν κανενός είδους κατοχή.1

Από όταν αποβιβάστηκε (12.6.1645) στην περιοχή Κισάμου Χανιών ο αριθμητικά τρομερός γιά τα δεδομένα της Κρήτης οθωμανικός στρατός, οι κάτοικοι της επαρχίας Σφακίων είχαν διακριθεί και πρωτοστατήσει σε μάχες εναντίον τους. Τα βιβλία της Ιστορίας, είναι γεμάτα από κατορθώματά τους. Αλλά και στην 22χρονη φάση της ηρωικής πολιορκίας του Μεγάλου Κάστρου, πολλοί απ’ αυτούς έτρεξαν εθελοντικά να κλειστούν μέσα στα τείχη του, γιά να πολεμήσουν. Εγκατέλειψαν δηλαδή τα ελεύθερα από Βενετσιάνους και Τούρκους Σφακιά, γιά να πάρουν μέρος στις μάχες!

* *

Μετά την εισαγωγή αυτή, επανερχόμαστε τώρα στην πορεία του οικογενειακού “δένδρου”. Για να σημειώσωμε ότι ένα από τα παλικάρια που κλείστηκαν εθελοντικά μέσα στα πολιορκούμενα τείχη του Ηρακλείου, ήταν ο συγγενής μας Μάρκος Κελαϊδής.

Γεννημένος γύρω στα 1645, λίγο πριν αρχίσει ο “Κρητικός πόλεμος”, πήγε εθελοντής στο Μεγάλο Κάστρο το 1665, σε ηλικία μόλις είκοσι ετών. Εκεί παρέμεινε μέχρι το τέλος της πολιορκίας, μέχρι τον τερματισμό του πολέμου. Και διαδραμάτησε κάποιο σημαντικό ρόλο (πέραν εκείνου του γενναίου πολεμιστή). Διότι είχε συνδεθεί με αδελφική φιλία μ’ έναν άλλο Σφακιανό Ευγενή και αξιόλογο αξιωματούχο, τον Στέφανο Σκορδίλη. Ο συγγενής μας, έγινε επικεφαλής των σωματοφυλάκων του επίσημου εκείνου.

Ο Στέφανος Σκορδίλης, υπήρξε ξεχωριστή προσωπικότητα της περιόδου του 25χρονου πολέμου. Διότι, όπως αναφέρουν τα ιστορικά έγγραφα, ήταν τόσο επιφανής, ώστε εκπροσώπησε τον Βενετσιάνο Διοικητή στις συνενοήσεις με τους Τούρκους επισήμους, γιά να τερματισθεί ο μακρύς πόλεμος της Κρήτης. Οι διαπραγματεύσεις εκείνες διήρκεσαν είκοσι μέρες του Αυγούστου 1669. Όπως και πριν, έτσι και στο κρίσιμο αλλά και δραματικό εικοσαήμερο, πιστός ακόλουθος κι έμπιστος του Στέφανου Σκορδίλη, ήταν ο συγχωριανός του, πρόγονός μας.

Ο Μάρκος Κελαϊδής κατώρθωσε να επιζήσει μέσα στην πρωτοφανή κοσμοχαλασιά που ακολούθησε την παράδοση του Μεγάλου Κάστρου και να επανέλθει στο Μουρί. Οι παλαιοί, μας μετέδιδαν μέχρι πρόσφατα τις αφηγήσεις του μαχητή εκείνου, από τον πολύχρονο πόλεμο.

  • Στον έγχρωμο πίνακα, όπως και στον επι μέρους πίνακα Ι, ο πολεμιστής εκείνος σημειώνεται με τον κωδικό Δ.

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ 1700 έως 1800

5. Καπετάν Πανάγος, ο καραβοκύρης

1682 – 1745, Κωδικός Ε

Στο σημείο αυτό ζητούμε την προσοχή του επισκέπτη, στον οποίον υπενθυμίζομε ότι οφείλει να παρακολουθεί το κείμενο, σε συνδυασμό πάντα με τον βασικό δισέλιδο πίνακα, αλλά και τον επιμέρους πίνακα 1.

Ο Μάρκος λοιπόν του προηγουμένου κεφαλαίου μας, που σημειώθηκε με τον κωδικό Δ, είχε δύο γιούς : τον καπετάν Πανάγο, που εξελίχθηκε σε μεγαλοκαραβοκύρη (έχει τον κωδικό Ε στους πίνακες) και τον Μανούσο (που έχει τον κωδικό ΣΤ και θα τον δούμε στο επόμενο κεφάλαιο).

* *

Η ναυσιπλοΐα είχε αναπτυχθεί τα χρόνια εκείνα στα Σφακιά. Τούτο ωφειλόταν αφ’ ενός στην άφθονη και εκλεκτή ξυλεία που διέθετε η επαρχία, πριν σημειωθούν καταστροφικές πυρκαγιές. Και αφ’ ετέρου στο ότι δεν υπήρχαν εκεί εγκατεστημένοι κατακτητές Ενετοί ή Τούρκοι, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να κινούνται ελεύθερα και να αναπτύσσουν πρωτοβουλίες.

Πολλοί Σφακιανοί λοιπόν διέσχιζαν τις θάλασσες με τα ιδιόκτητα καράβια τους, κάνοντας εμπόριο. Μερικοί, ήσαν και πειρατές. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, γεγονός είναι ότι τα Σφακιανά καράβια, τα οποία αγκυροβολούσαν στο φυσικό λιμάνι του Λουτρού, έφερναν στην επαρχία πλούτο σημαντικό, αλλά και γνώσεις. Αναφερόταν στα μόλις προηγούμενα χρόνια αυτών που εξετάζομε τώρα, εκείνος ο Βενετσιάνος Διοικητής ο οποίος έφθασε προσκεκλημένος στα Σφακιά (γιά να λήξει συμβιβαστικά μιά από τις πολλές επαναστάσεις), κι έγραφε στην έκθεσή του προς την κεντρική διοίκηση της Ενετίας :

“Έμεινα κατάπληκτος από τον πλούτο των Σφακιανών. Σκεφθείτε, ότι στην Ανώπολη έστρωσαν προς τιμήν μου τραπέζι, στο οποίον υπήρχαν 300 αργυρά σκεύη!”.

Τα παραπάνω, ήταν αποτέλεσμα των Σφακιανών καραβιών. Και ας μη ξεχνούμε ότι ο πλούτος που έφερναν τα Σφακιανά καράβια, έδωσε λίγα χρόνια αργότερα την ευχέρεια και τα μέσα στον Δασκαλογιάννη να κάμει τη γνωστή μας επανάσταση του και να γίνει ο Μέγας ήρωας της επαρχίας μας – και της Κρήτης ολάκερης.

* *

Ένα λοιπόν από τα πολλά Σφακιανά καράβια, ανήκε στον πρόγονό μας καπετάν Πανάγο. Είχε γεννηθεί στο Μουρί περίπου το 1682 και εκεί τάφηκε το 1745. Η ισχυρή προσωπικότητά του και η οικονομική άνεση που μπόρεσε να αποκτήσει, υπήρξε ένας ακόμη παράγοντας γιά τη μελλοντική άνθιση της Οικογένειας.

6. Μανούσος

1695-1780, Κωδικός ΣΤ

Δευτερότοκος γιός του μαχητή του “Κρητικού πολέμου” και αδελφός  του προηγούμενου καραβοκύρη καπετάν Πανάγου, ήταν ο Μανούσος. Έζησε από το 1695 μέχρι το 1780 και σημειώνεται στους πίνακές μας με τα γράμματα ΣΤ. Δεν ξέρομε όμως τίποτε περισσότερο γι’ αυτόν, εκτός ότι είχε γιό τον Λευτέρη – που ακολουθεί.

7. Λευτέρης, πολεμιστής του Δασκαλογιάννη

1735-1770, Κωδικός Ζ

Μπορεί να’ χε κι άλλα παιδιά ο παραπάνω Μανούσος. Η παράδοση όμως μας άφησε πληροφορίες μόνο γιά το γιό του τον Λευτέρη, επειδή ήταν πολεμιστής του Δασκαλογιάννη. Έπεσε στο πεδίο της τιμής στα 1770.

Έτσι, ο κλάδος αυτός της Οικογένειάς μας, που ξεκινά από τον Μάρκο (τον Δ του πίνακα), προχωρεί στον Μανούσο (τον ΣΤ) και συνεχίζεται στον Λευτέρη (τον Ζ), σταματά εδώ, αφού ο πολεμιστής εκείνος σκοτώθηκε νέος και άγαμος.

8. Γιώργης, οπλαρχηγός του Δασκαλογιάννη

1722-1804, κωδικός Η

Επανερχόμαστε τώρα στον καπετάν Πανάγο, τον καραβοκύρη, γιά να σημειώσουμε ότι ο γιός του ο Γιώργης (ο οποίος έχει τον κωδικό Η), είναι πολύ σημαντικός γιά το “δένδρο” μας.  Διότι: δικοί του απόγονοι είμεθα όλοι εμείς οι σημερινοί Κελαϊδήδες. Άλλη μιά φορά, είναι αναγκαίο να κοιτάξεις τον μεγάλο δισέλιδο πίνακα και επίσης τον πίνακα 1.  Έζησε τα χρόνια 1722 μέχρι 1804 και η οικογενειακή παράδοση μας βεβαιώνει πως ήταν οπλαρχηγός στην επανάσταση του Δασκαλογιάννη – του πρωτομάρτυρα της Κρήτης.

Ο οπλαρχηγός λοιπόν Γιώργης Κελαϊδής, είχε τέσσερεις γιούς και μιά θυγατέρα. Πρώτο τον Στρατή, που σημειώνεται στον πίνακα με κωδικό γράμμα Θ, Δεύτερο το Μανώλη, με το γράμμα Ι, τρίτο τον Βαρδή με το Κ και τελευταίο γιό τον Σήφη, με Λ. Η μοναχοκόρη του Μαρία έχει στον πίνακα το γράμμα Μ.

Απόγονοι των πέντε αυτών, γεμίζουν τις σελίδες του βιβλίο από δω μέχρι το τέλος.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ : Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ

9. Ένα σατανικό σχέδιο

Είδαμε ήδη τις ρίζες της Οικογένειας, από το 1400 μέχρι τα μέσα του 1800. Η συνέχεια έχει τον τίτλο «η διασπορά», διότι, χαρακτηριστικό γνώρισμά της είναι η αθρόα μετανάστευση Σφακιανών (και, βέβαια, Κελαϊδήδων) από την επαρχία μας, σε άλλα διαμερίσματα της Κρήτης, από το 1850. Που οφειλόταν όμως αυτή η ομαδική μετεγκατάσταση;

* *

Όπως μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη στα 1770, έτσι και μετά την εθνεγερσία του 1821-30, οι Σφακιανοί ορθοπόδησαν γρήγορα. Έγιναν έτσι ξανά “πονοκέφαλος” γιά τους Τούρκους. Επειδή λοιπόν βεβαιώθηκαν πλέον οι κατακτητές ότι παρ’ όλες τις εκστρατείες τους εναντίον της επαρχίας μας, παρ’ όλες τις καταστροφές που της προξενούσαν, οι κάτοικοί της ήταν μιά ζωντανή προσωποποίηση του αρχαίου μυθικού “Αναγεννώμενου Φοίνικα”, έθεσαν σε εφαρμογή (γύρω στα 1850) σατανικό σχέδιο αποδυνάμωσης των Σφακίων.

Εμπνευστής του ήταν ένας φραγκολεβαντίνος, πολιτικός σύμβουλος του Μουσταφά πασά, που ονομαζόταν Ιωσήφ Καπουράλης κι ήταν από τη Σμύρνη. Συνίστατο δε, το όλο δόλιο σχέδιο στο εξής :  Μέχρι τότε ίσχυε στην Κρήτη “ο νόμος του πλησιαστού”. Προκειμένου δηλαδή να πουλήσει κάποιος χριστιανός ή μουσουλμάνος την αγροτική περιουσία του, όφειλε να απευθυνθεί στους γείτονες ιδιοκτήτες και μεταξύ αυτών να ζητήσει αγοραστή. Οι κάτοικοι άλλων διαμερισμάτων, δεν είχαν δικαίωμα να αναμιχθούν στην αγοροπωλησία.

Με προτροπή λοιπόν του Καπουράλη, ο πασάς εξέδωσε απόφαση με την οποιά οι Σφακιανοί εξαιρούνταν του “νόμου του πλησιαστού”. Συνεπώς, τους επιτρεπόταν τώρα να αγοράζουν κτηματικές περιουσίες σε ολόκληρη την Κρήτη.

Δεν αντελήφθησαν οι παλαιοί μας ότι επρόκειτο γιά σατανικό σχέδιο, με μοναδικό στόχο την αθρόα διασπορά τους και την αποδυνάμωση της επαρχίας. Πίστεψαν πως η ξεχωριστή αυτή μεταχείρηση αποτελούσε αναγνώριση του πασά, στις λεβέντικες πολεμικές ιδιαιτερότητές τους.  Έτσι, χωρίς κανένα ενδοιασμό, πολλοί Σφακιανοί εγκατέλειψαν τα άγονα χωριά τους κι εγκαταστάθηκαν σε εύφορες περιοχές των τεσσάρων νομών της Κρήτης. Εκεί αγόρασαν, με τις οικονομίες που είχαν από τα ταξίδια στη θάλασσα και την πώληση της πατρικής τους περιουσίας. Γι’ αυτό ακριβώς, τα μετέπειτα του 1850 χρόνια συναντούμε Σφακιανές οικογένειες εγκατεστημένες στα πέρατα της Κρήτης. Αρκετοί απόγονοι τους ,πήραν το επώνυμο Σφακιανάκη, δηλαδή: παιδιά κάποιου Σφακιανού.

Και, ναι μεν “έπιασε” το δόλιο τέχνασμα του Σμυρνιού σύμβουλου κι εγκατέλειψαν πολλοί τα Σφακιά, αλλά όχι τόσοι ώστε να τα αποδυναμώσουν. Αυτό, φάνηκε στις επόμενες Κρητικές επαναστάσεις.

(1γ) ΑΞΙΟΛΟΓΑ ΜΕΛΗ

Μέλη της οικογένειας που διακρίθηκαν τους τελευταίους δύο αιώνες είναι (χρονολογικά) οι:

χατζή – Γιώργης Κελαϊδής (1821)

Γιά τον στρατηγό του 1821, ο οποίος κυριολεκτικά ανδραγάθησε στον αγώνα της Παλιγγενεσίας και τελικά θυσιάστηκε υπέρ των πολλών, βλέπε παρακάτω στο κεφάλαιο “εκδόσεις βιβλίων”.

Παρθένιος Κελαϊδής (1866-69)

Πολλά στοιχεία γιά το Πρωτουργό (πρωτεργάτη) της επαναστάσεως του 1866-69, βλέπε στα κεφάλαια “προτομές” και “εκδόσεις βιβλίων”.

Γεώργιος Βασ. Κελαϊδής (1795-1877)

Στο Μελιδόνι Αποκορώνου όπου εγκαταστάθηκε, όλοι τον γνώριζαν με το όνομα”Μουριώτης”, από το χωριό της καταγωγής του – το Μουρί Σφακίων. Επαναλήφθηκε δηλαδή εδώ, αυτό που συνέβη με τον εξάδελφό του χατζη-Γιώργη Κελαϊδή τον Μουριώτη.

Ο Μουριώτης του Μελιδονίου  υπήρξε αξιόλογος πολεμιστής Κρητικών επαναστάσεων. Πήρε σύζυγο τη Ζαφειρένια, θυγατέρα του πασίγνωστου καπεταν – Σήφακα και δημιούργησαν οικογένεια. Οι απόγονοί του αποκαλούνταν Μουριώτες μέχρι τις μέρες μας, οπότε μετεγκαταστάθηκαν στις Βρύσες Αποκορώνου και επανήλθαν στο κανονικό τους επώνυμο.

Βαρδής Εμμ. Κελαϊδής (1882-1942)

Μακεδονομάχος. Από τον κλάδο της οικογένειας που μετεγκαταστάθηκε από το Μουρί Σφακίων στο χωριό Μαχαιροί Αποκορώνου. Η συμμετοχή του στον Μ.Α. έχει δύο ιδιομορφές. Η πρώτη : όταν άρχισε ο Αγώνας, ο Βαρδής μόλις είχε μεταναστεύσει στην Αμερική για αναζήτηση καλύτερης τύχης. Τα παράτησε όλα και επανήλθε στην Ελλάδα για να πολεμήσει. Η δεύτερη : σε μία από τις μάχες εναντίον Βουλγάρων κομιτατζήδων, τραυματίστηκε το 1905. Παρέμεινε στο Τσουκαλοχώρι και μεταμφιέστηκε, προσποιούμενος τον υπηρέτη της εκκλησίας. Προδόθηκε, όμως, στις τουρκικές αρχές από ντόπιο, πρώην συμπολεμιστή του…Τον συνέλαβαν και τον καταδίκασαν σε τριετή φυλάκιση. Εξέτισε ολόκληρη την ποινή του στις φυλακές Μοναστηρίου.

Στον επόμενο εθνικό Αγώνα των Απελευθερωτικών πολέων 1912-13 έλαβε και πάλι μέρος ως εθελοντής μαχητής. Απέκτησε δύο γιούς : τον Μανώλη και το Νίκο. Παιδιά του Νίκου, ο Βαρδής ο νεότερος και ο Άρης.

Γιάννης Εμμ. Κελαϊδής (1883-1958)

Χρυσοχόος. Οπλαρχηγός εθελοντών κατά τους Απελευθερωτικούς πολέμους 1912-13 και καπετάνιος δικού του Σώματος στον Βορειοηπειρωτικόν Αγώνα του 1914. Έμεινε παροιμιώδης η πειθαρχία με την οποία εννοούσε να εκτελεί ο ίδιος και οι υφισταμέοι του τις οδηγίες για την υλοποίηση του πατριωτικού καθήκοντος.

Με την έναρξη και των δύο παραπάνω πολέμων, πώλησε όσο – όσο τα χρυσά εμπορεύματά του, προκειμένου να εξασφαλίσει τα έξοδα διαβίωσης για τον ευατό του και τα παλικάρια του Σώματός του. (το σύνηθες ήταν τα Σώματα να τροφοδοτούνται στοιχειωδώς από το ελληνικό κράτος).

Ο φειδωλός σε επαίνους προϊστάμενός του, αρχηγός Γ. Δικώνυμος Μακρής γράφει γι’αυτόν : «Είναι προικισμένος διά στρατιωτικών αρετών φιλοπατρίας, γενναιότητας, αυτοθυσίας, τιμής, αφιλοκερδείας, ως και του στεφάνου όλων τούτων, δηλαδή της απολύτου πειθαρχίας».

Παιδιά του : ο χρυσοχόος Αλέξανδρος, ο έμπορος Κώστας και η Λουκία Ράμου.

Σταύρος Ι. Κελαϊδής (1884-1964)

Δικηγόρος, οπλαρχηγός Κρητικών εθελοντών τόσο στους Απελευθερωτικούς πολέμους 1912-13, όσο και στον Βορειοηπειρωτικόν Αγώνα του 1914. Πήρε μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία ως αξιωματικός της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης. Το 1929 αποστρατεύθηκε ως συνταγματάρχης και στη συνέχεια άσκησε δικηγορία σε Ρέθυμνο και Χανιά. Στη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης, αλλά και μετά τον τερματισμό της γερμανικής Κατοχής, ανακλήθηκε στις τάξεις του στρατού και τοποθετήθηκε πρόεδρος του Στρατοδικείου του νησιού μας.

Κατά τη γερμανική κατοχή, αναμίχθηκε ζωηρά στην Εθνική Αντίσταση. Ιδιαίτερα σημαντική και επικίνδυνη για τη ζωή του κρίνεται η πατριωτική συμμετοχή του, κατά την ευαίσθητη φάση που πλησίαζε το τέρμα της γερμανικής Κατοχής. Τότε, με κοινή απόφαση των αντιστασιακών οργανώσεων ΕΟΚ και ΕΑΜ, τοποθετήθηκε Γενικός Γραμματέας της Γεν. Διοικήσεως Κρήτης. Από τη θέση αυτή, πολλά προσέφερε.

Την επόμενη δεκαετία (1945-55) βρισκόταν στο αποκορύφωμα της επαγγελατικής του καριέρας και έχαιρε γενικής εκτίμησης. Συγχρόνως, είχε έντονη κοινωνική δραστηριότητα. Ήταν εκλεγμένος πρόεδρος της νομαρχιακής επιτροπής Χανίων του κόμματος Φιλελευθέρων, ενώ εργαζόταν με ζήλο για τη διάδοση της κρητικής ιστορίας και τη διάσωση της τοπικής λαογραφίας – ιδίως των κρητικών τραγουδιών.

Ο Δήμος Ρεθύμνης τον έχει τιμήσει, δίδοντας το όνομά του σε δρόμο της πόλης. Ο Δήμος Χανίων έχει λάβει όμοια απόφαση. Ο Δήμος Φρε συμπλήρωσε τον κύκλο της τιμής, τοποθετώντας το 2004 προτομή του στο χωριό αυτό, όπου είχε γεννηθεί.

Γιός του είναι ο Πάρις, δημοσς\ιογράφος – συγγραφέας.

Εμμανουήλ Π. Κελαϊδής, Αρχηγός ΓΕΑ (1900-1989)

Πτέραρχος, Αρχηγός ΓΕΑ. Ιδιαίτερη προσωπικότητα. Στο βιβλίο που γράφτηκε γι’αυτόν το 1988 με τίτλο «Ο πτέραρχος Κελαϊδής», η ζωή του χωρίζεται σε τέσσερις περιόδους :

Α. Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-4 που ήταν Διοικητής της Αεροπορίας Δίωξης, ενώ στην περίοδο 1946-49, Ανώτερος Διοικητής Πολεμικής Αεροπορίας.

Β. Κατά τη γερμανική Κατοχή, εκπρόσωπος στην Κρήτη της ελληνικής Κυβέρνησης Καΐρου, με αξιόλογη εθνική δράση.

Γ. Από το 1950 μέχρι το 1954, Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας. Τότε έφερε εις πέρας το βαρύ έργο ανασυγκρότησης εκ βάθρων της Πολεμικής Αεροπορίας, την οποία ανεφοδίασε με σύγχρονο υλικό.

Δ. Τα χρόνια 1958 έως 1964 διέπρεψε ως Γενικός Διευθυντής του Οργανισμού Λιμένα Πειραιά. Συνετέλεσε αποφασιστικά στον εκσυγχρονισμό του, με συνεχή και υποδειγματική εργασία.

Και κάτι το πρωτοφανές, κάτι που δεν έγινε ποτέ από άλλον : Κατά τη διάρκεια της εξαετίας εκείνης του ΟΛΠ δεν εισέπρατε μισθό από τον Οργανισμό, με την αιτιολογία ότι «η πατρίδα του έδιδε σύνταξη αξιωματικού»!

Με φροντίδα του πρωτανηψιού του Μανώλη Νικ. Κελαϊδή, πτεράρχου μηχανικού, τοποθετήθηκε προτομή του στο στρατιωτικό αεροδρόμιο Χανίων.

Παιδιά του ο Πάνος (1934 – 1983), πολιτικός μηχανικός και η Θεανώ, αρχιτέκτων.

Στυλιανός Π. Κελαϊδής (1903-1993)

Δάσκαλος εγκατεστημένος στο Νιο Χωριό Αποκορώνου (φωτό δεξιά). Με την επίσης δασκάλα σύζυγό του Χριστίνα (το γένος Κοτσαμπασάκη), έχαιραν μεγάλης εκτίμησης από τους μαθητές τους και την κοινωνία γενικότερα. Απέκτησαν :

α) Τον Αριστομένη, ναύαρχο, β) Τον Πέτρο, στρατηγό, γ) τον Μανώλη, 1939-2004, γιατρό, δ) Την Δήμητρα η οποία σπούδασε δασκάλα.

Μάρκος Κελαϊδής (1923-1998)

Διετέλεσε πρόεδρος της Κοινότητας Χώρας. Επρόκειτο για προσωπικότητα στα όρια της επαρχίας μας και η γνώμη του ακουγόταν. Είχε συστήσει και κατόρθωσε να επιβάλει συμβιβαστικές λύσεις σε περιπτώσεις «οικογενειακών» συγχωριανών του. Απέκτησε ιδιόκτητο μαγαζί στη Χώρα Σφακίων, ενώ έκτισε εκεί και ενοικιαζόμενα δωμάτια. Γιοί του: ο Κώστας και ο Μανούσος.

Κατίνα Εμμ. Κελαϊδή

Δημόσιος Υπάλληλος. Το 1989 προσέφερε αξιόλογο χρηματικό ποσό στην Ένωση Σφακιανών Αθήνας, ώστε με τους τόκους να βραβεύονται άριστες μαθήτριες στο Γυμνάσιο – Λύκειο Σφακίων. Την ακίνητη περιουσία της κατέλιπε στο Πολυτεχνείο Κρήτης. Σε ανταπόδοση, μια αίθουσα του ιδρύματος φέρει τώρα το όνομα των γονέων της.


1  Ρίμα : ονομάζεται κάθε μακροσκελές δεκαπεντασύλλαβο ποίημα, που εξιστορεί κάποιο πολεμικό ή κοινωνικό γεγονός, το οποίο αξίζει να διασωθεί στη μνήμη των ανθρώπων.

1 Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος έκτος, σελ.113.

2 Το πρωτότυπο του πίνακα του Trivan, φυλάσσεται στη Μαρκιανή βιβλιοθήκη της Ενετίας. Αντίγραφό του βρίσκεται στο Ιστορικό Αρχείο της Κρήτης. Έχει δημοσιευθεί το 1930 στην Ιστορία Κρήτης του Π. Κριάρη, τόμος πρώτος, σελίδα 72 των επεξηγήσεων.

1 Βλέπε Ιστορία Κρήτης του Κριάρη, έκδοση 1930, τόμος πρώτος, σελίδα 234.

2 Περισσότερα γιά το θέμα των υποτροφιών, στο βιβλίο “Σφακιανοί, οι τελευταίοι υπερασπιστές του Βυζαντίου” υποσημείωση 7.

1  Το ίδιο είχε συμβεί και κατά τη διάρκεια της προηγούμενης χρονικά κατοχής του νησιού μας από τους Σαρακηνούς. Και τότε, όπως μας βεβαιώνουν οι ιστορικοί, οι Άραβες δεν είχαν εγκατασταθεί στα Σφακιά.